- κοβαία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τροπικής Αμερικής, τής οικογένειας πολεμονιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobaea, από το όν. τού Ισπανού φυσιοδίφη Bernabe Cobo, + λατ. κατάλ. aea].
Dictionary of Greek. 2013.